οίηση — η (Α οἴησις) έπαρση, αλαζονεία αρχ. 1. γνώμη, ιδέα που έχει κανείς σχετικά με ένα ζήτημα 2. εσφαλμένη γνώμη ή αβέβαιη και ασαφής αντίληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οἰη τού παθ. αορ. οἰήθην τού οἴομαι* + κατάλ. σις] … Dictionary of Greek
οίηση — η το να έχει κάποιος μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, έπαρση, ματαιοδοξία, αλαζονεία, φούσκωμα, καμάρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰήσηι — οἴησις opinion fem dat sg (epic) οἰήσῃ , οἴομαι forebode fut ind mid 2nd sg οἰήσῃ , οἰάω aor subj mid 2nd sg (attic ionic) οἰήσῃ , οἰάω aor subj act 3rd sg (attic ionic) οἰήσῃ , οἰάω fut ind mid 2nd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαζονεία — η (Α ἀλαζονεία) [ἀλαζονεύομαι] περιφρονητική προς τους άλλους υπερηφάνεια, έπαρση, οίηση, υπεροψία αρχ. φρ. ἀλαζονεία χορδῶν υπέρμετρη ετοιμότητα τών χορδών για την παραγωγή ήχου (ή αδυναμία στο να δώσουν τον κατάλληλο ήχο) … Dictionary of Greek
κατοίομαι — (Α) έχω οίηση, έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου («ὁ δὲ κατοιόμενος, καὶ καταφρονητής, ἀνήρ ἀλαζών», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἴομαι «νομίζω, έχω τη γνώμη»] … Dictionary of Greek
ξυπασιά — η [ξυπάζω] έπαρση, κομπασμός, μεγαλαυχια, οίηση … Dictionary of Greek
οιηματικός — οἰηματικός, ή, όν (Μ) [οίημα] οιηματίας, επηρμένος. επίρρ... οἰηματικῶς (Μ) με οίηση, με τρόπο που αρμόζει σε οιηματία, με έπαρση, με αλαζονεία … Dictionary of Greek
ολβιότυφος — ὀλβιότυφος, ον (Α) (ως προσωνυμία τού Αρχύτα) ο μακάριος στην οίηση και στην αλαζονεία του, ο ευτυχισμένος σύμφωνα με τη δική του γνώμη, αυτός που με την έπαρσή του νομίζει ότι είναι ευτυχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + τῦφος… … Dictionary of Greek
υπεροψία — η / ὑπεροψία, ΝΜΑ [ὑπέροπτος (Ι)] η ιδιότητα τού υπερόπτη, έπαρση, αλαζονεία, οίηση, ξιπασιά (α. «η υπεροψία του δεν έχει όρια» β. «δόξαν εἰληφὼς ὑπεροψίας», Πλούτ.) αρχ. 1. περιφρόνηση, καταφρόνια («ὑπεροψίας τῶν συμμάχων», Ισοκρ.) 2. (με θετ.… … Dictionary of Greek
Λουκιανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Λ. ο μάρτυρας. Μαρτύρησε επί Λικινίου (307 323), με ξίφος, στην πόλη των Τομέων της Σκυθίας μαζί με τον Ζωτικό. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Σεπτεμβρίου. 2. Λ. ο μάρτυρας. Ήταν πρεσβύτερος στην… … Dictionary of Greek